- οστολόγος
- ὀστολόγος, -ον (Α)1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία τής καύσης2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοιτίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀστολόγος — collecting bones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστολόγοι — ὀστολόγος collecting bones masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστολόγοις — ὀστολόγος collecting bones masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστολογία — (I) ὀστολογία, ἡ (Α) [οστολόγος] συλλογή οστών μετά την καύση τού σώματος. (II) ὀστολογία, ἡ (Α) βλ. οστεολογία … Dictionary of Greek
οστολογώ — ὀστολογῶ, έω (Α) [οστολόγος] συλλέγω τα οστά νεκρού που έχει υποβληθεί στη διαδικασία τής καύσης … Dictionary of Greek
οστολόγιον — ὀστολόγιον, τὸ (Α) [οστολόγος] τόπος όπου συλλέγονται τα οστά … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek